εξημερώσιμος

εξημερώσιμος
-η, -ο
που μπορεί ή που αξίζει να εξημερωθεί: Η αρκούδα είναι εξημερώσιμο ζώο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξημερώσιμος — η, ο [εξημέρωση] αυτός που μπορεί ή αξίζει να εξημερωθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”